ισχιαλγικός

ισχιαλγικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην ισχιαλγία.
2. αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισχιαλγικός — ή, ό (Α ἰσχιαλγικός, ή, όν) [ισχιαλγία] (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος») …   Dictionary of Greek

  • ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”